αμεταφόρτωτος

αμεταφόρτωτος
η , ο [ος , ον ]
1) неперегруженный; 2) не подлежащий перегрузке

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αμεταφόρτωτος" в других словарях:

  • αμεταφόρτωτος — η, ο [μεταφορτώνω] αυτός που δεν μεταφορτώθηκε ή δεν είναι δυνατό να μεταφορτωθεί …   Dictionary of Greek

  • αμεταφόρτωτος — η, ο αυτός που δε μεταφορτώθηκε ή δεν πρέπει να μεταφορτωθεί: Το εμπόρευμα να πάει αμεταφόρτωτο ως τον προορισμό του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»